- ὑπαέριον
- ὑπαέριοςliving in the airmasc/fem acc sgὑπαέριοςliving in the airneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεατήρια — θεατήρια, τά (Μ) [θεατήρ] (κατά τον Λέοντα τον Σοφό) «ὑπαιθρα, ἅ πρός μόνην καί ὑπαέριον ἁπόλαυσιν έπινενόηνται καὶ ἡλιακά προσαγορεύονται» … Dictionary of Greek